- τροπαιοφορία
- τροπαιοφορ-ία, ἡ,A bearing of a trophy, Plu.Comp.Pel.Marc.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροπαιοφορία — ἡ, Α [τροπαιοφόρος] το να έχει κανείς τρόπαια νίκης … Dictionary of Greek
τροπαιοφορίας — τροπαιοφορίᾱς , τροπαιοφορία bearing of a trophy fem acc pl τροπαιοφορίᾱς , τροπαιοφορία bearing of a trophy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιουχία — ἡ, Μ [τροπαιουχῶ] 1. νίκη, τροπαιοφορία* 2. είδος αυτοκρατορικού στεφάνου … Dictionary of Greek